Русско-новогреческий словарь - вопрос
Перевод с русского языка вопрос на греческий
м
1. ἡ ἐρώτηση {-ις}, τό ἐρώτημα:
задавать ~ы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на ~ы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
спорный ~ τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный ~ τό ζωτικό ζήτημα· текущие ~ы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить ~ λύνω τό ζήτημα· это ~ времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь ~ в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· это другой ~ αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
аграрный ~ τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный ~ τό ἐθνικό ζήτημα· экономический ~ τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный ~ τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать ~ θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за ~?1 θέλει ρώτημα;!· это еще под большим ~ом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под ~ ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.